- πτεροφόρος
- -α, -ο / πτεροφόρος, -ον, ΝΑ, και πτεραφόρος, -ον, Α(λόγιο επίθ.) αυτός που έχει φτερά, φτερωτός («περίβαλον γὰρ οἱ πτεροφόρον δέμας θεοί», Αισχύλ.)αρχ.1. μτφ. αυτός που βάλλεται, που ρίχνεται με ταχύτητα («πτεροφόρον Διὸς βέλος» — ο κεραυνός, Αριστοφ.)2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πτεροφόρος(στη Ρωμ. Αυτοκρατορία) ο ταχυδρόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.